ἱστιατόριον

English (LSJ)

v. ἑστιατόριον.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστιατόριον: τό, = ἑστιατόριον, Δωρ. τύπος ἐν Ἐπιγραφ. Ἰαλυσ. Ρόδου, Newton, The Coll. of. Ance. Gr. Inscr. in the British Mus. II. ἀρ. 349. Ι, 16.