ἱστοριώδης

English (LSJ)

ἱστοριῶδες, like history, Tz.H.8 No. 231 tit.

German (Pape)

[Seite 1271] ες, geschichtsartig, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοριώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ἱστορίαν, λέξεις ἱστοριώδεις Τζέτζ. Ἱστ. 4, ἐπιγρ. εἰς στ. 781, κτλ.

Greek Monolingual

ἱστοριώδης, -ες (Μ) ιστορία
όμοιος με ιστορία.