ἱών

English (LSJ)

Boeotian for ἐγώ, v. ἐγώ.

Greek (Liddell-Scott)

ἱών: ἱώνγα, Βοιωτ. ἀντὶ ἐγώ, ἔγωγε, Ἀπολλ. π. Ἀντ. 324Β.