ἴβυξ

German (Pape)

[Seite 1235] υκος, ὁ, ein Vogel, ὄρνεον κρακτικόν, E. G. u. andere VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἴβυξ: -υκος, ἴβυς, υος, ὁ, πτηνόν τι κρακτικόν, Ἡσύχ., ἀλλὰ καθ’ Ἡρῳδιανὸν (Α΄, 545, Β΄, 9) ἶβυξ.

Greek Monolingual

ἴβυξ, -υκος, ὁ (Α)
η ίβις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιβύ].