ἴσθμα

English (LSJ)

= ἄσθμα, and ἰσθμαίνω, = ἀσθμαίνω, Hsch. (also ἰσμ-, Id.).

Greek Monolingual

ἴσθμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἄσθμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἄσθμα και ἰσθμός].