= ἄσθμα, and ἰσθμαίνω, = ἀσθμαίνω, Hsch. (also ἰσμ-, Id.).
ἴσθμα, τὸ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ἄσθμα».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε με συμφυρμό τών ἄσθμα και ἰσθμός].