ἴσκα: ας, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ ἴσκα· γράφεται καὶ ὕσκα, Ἀέτ. 7, 91· ἡ καρδία τῆς καρύας, Παῦλ. Αἰγινήτ. 222, Κ. Πορφυρ. Ἔκθεσις Βασιλ. Τάξ. 471, 18. ― Ἐν τοῖς Τακτ. Λέοντ. ἀπαντᾷ καὶ τύπος ἴσακα.