[Seite 1264] ἡ (οἶδα), Kenntniß, Hesych.
ἴσμη: (κῶδ. ἰσμή), ἡ, (οἶδα, ἴσμεν) «πρόφασις, σύνεσις, φρόνησις» Ἡσύχ.