ἴσχνανσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, emaciation, Paul.Aeg.3.69, Aët.16.80(75), Mich.in PN46.6.

German (Pape)

[Seite 1272] ἡ, das Trocknen, die Abmagerung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἴσχνανσις: -εως, ἡ τὸ ἰσχναίνειν, λεπτύνειν, λέπτυνσις, Εύστ. Πονημάτ. 129. 23.