ἵκτης

English (LSJ)

ἵκτου, ὁ, = ἱκέτης, Lyc.763, Hsch., Theognost. Can.15.

German (Pape)

[Seite 1250] ὁ, der Schutzflehende, Hesych. Bei Schol. Od. 17, 352 ἴκτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἵκτης: -ου, ὁ, = ἱκέτης, πτωχός, κτλ., Ἡσύχ., Θεογνώστου Καν. σ. 15. 33· εὕρηται δὲ καὶ ἐν Λυκόφρ. 763 (ἄχλαινος, ἵκτης, κτλ.)· ἴσως λοιπὸν ἀναγνωστέον ἵκτιδες ἀντὶ ἱκέτιδες, αὐτόθι 1162.

Greek Monolingual

ἵκτης, ὁ (ΑΜ)
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ἱκέτης.