ἵκτης
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1250] ὁ, der Schutzflehende, Hesych. Bei Schol. Od. 17, 352 ἴκτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἵκτης: -ου, ὁ, = ἱκέτης, πτωχός, κτλ., Ἡσύχ., Θεογνώστου Καν. σ. 15. 33· εὕρηται δὲ καὶ ἐν Λυκόφρ. 763 (ἄχλαινος, ἵκτης, κτλ.)· ἴσως λοιπὸν ἀναγνωστέον ἵκτιδες ἀντὶ ἱκέτιδες, αὐτόθι 1162.