ἷμα

English (LSJ)

-ατος, τό,= εἷμα, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἷμα: τό, = εἷμα, «ἵματα· ἱμάτια» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. εἷμα.

German (Pape)

τό, = εἷμα, Hesych.