ες, ε, aor. of ἵκω.
ἷξον: aor. 2 к ἵκω.
ἷξον: -ες, ε, ἀόρ. β΄ τοῦ ἵκω.
see ἵκω.
ἷξον: -ες, -ε, αόρ. βʹ του ἵκω.