ὀγκία

English (LSJ)

v. οὐγκία.

Russian (Dvoretsky)

ὀγκία: (~ лат. uncia) унция (из сикульского) (Тронский)

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκία: ἴδε ἐν λ. οὐγκία.

Greek Monolingual

ὀγκία, ἡ (ΑΜ)
βλ. ουγγιά.