ὀγκητής

German (Pape)

[Seite 290] der Brüllende, der Schreier, bes. der Esel, nach Schaefer's Behauptung für ὀγκηστής zu lesen.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui brait.
Étymologie: ὀγκάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὀγκητής: οῦ adj. m кричащий, ревущий (ὄνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὀγκώμενος, δηλ. ὄνος, Ἀνθ. Π. 9. 301.

Greek Monotonic

ὀγκητής: -οῦ, ὁ (ὀγκάομαι), αυτός που γκαρίζει, δηλ. ο γάιδαρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὀγκητής, οῦ, ὁ, ὀγκάομαι
a brayer, i. e. an ass. Anth.