ὀγκόμματος

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκόμματος: -ον, ὁ ἔχων ὀγκώδεις, ἐξέχοντας ὀφθαλμούς, Ἰσ. Πορφυρ. ἐν Ἀλλατίου Ἐκλογ. 3, 16.