ὀδοντοφύησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, = ὀδοντοφυΐα (teething), Sor. 1.78.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδοντοφύησις: ἡ, = ὀδοντοφυΐα, Σωρ. ἔ. Ἑρμ. σ. 115. 177, 178. Εὕρηται δὲ παρὰ τῷ αὐτῷ συγγραφεῖ καὶ τὸ ὀδοντοφυΐα καὶ τὸ ὀδοντίασις.

Greek Monolingual

ὀδοντοφύησις, ἡ (Α) οδοντοφυώ
η οδοντοφυΐα.