ὀθνιότυμβος

English (LSJ)

ὀθνιότυμβον, buried in a foreign land, Man.4.281.

German (Pape)

[Seite 296] in der Fremde begraben. Maneth. 4, 281.

Greek (Liddell-Scott)

ὀθνιότυμβος: -ον, ὁ τεθαμμένος ἐν ξένῃ χώρᾳ, Μανέθων 4. 281.

Greek Monolingual

ὀθνιότυμβος, -ον (Μ)
θαμμένος σε ξένη χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθν(ε)ῖος «αλλοεθνής» + τύμβος.