ὀκτάγλωσσον
Greek (Liddell-Scott)
ὀκτάγλωσσον: τό, τὸ εἰς ὀκτὼ γλώσσας ἢ μέρη διῃρημένον, ὀκτάγλωσσον φλάμμουλον, δηλ. φλάμμουρον, φλάμπουρον μὲ ὀκτὼ γλώσσας, Κωδῖν. π. τῶν Ὀφφικ. τοῦ Παλατ. 6, 21.
ὀκτάγλωσσον: τό, τὸ εἰς ὀκτὼ γλώσσας ἢ μέρη διῃρημένον, ὀκτάγλωσσον φλάμμουλον, δηλ. φλάμμουρον, φλάμπουρον μὲ ὀκτὼ γλώσσας, Κωδῖν. π. τῶν Ὀφφικ. τοῦ Παλατ. 6, 21.