ὀλέεσθαι

English (LSJ)

ὀλέεσκε, v. ὄλλυμι.

German (Pape)

[Seite 319] ion. = ὀλεῖσθαι, fut. zu ὄλλυμι.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλέεσθαι: ὀλέεσκε, ἴδε ἐν λ. ὄλλυμι.

English (Autenrieth)

see ὄλλῦμι.

Greek Monotonic

ὀλέεσθαι: Ιων. αντί ὀλεῖσθαι, απαρ. μέλ. του ὄλλυμι.