ὀλέσθαι

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 Moy. de ὄλλυμι.

English (Autenrieth)

see ὄλλῦμι.

Greek Monotonic

ὀλέσθαι: απαρ. Μέσ. αορ. βʹ του ὄλλυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὀλέσθαι: inf. aor. 2 med. к ὄλλυμι.