ὀλαγμεύειν

English (LSJ)

ὀλὰς βάλλειν, Phot. ὀλαεῖ· ἐνοχλεῖ, καὶ ὀλαθεῖ ὁμοίως, Hsch. ὀλαί, v. οὐλαί.

Greek Monolingual

ὀλαγμεύειν (Α)
(κατά τον Φώτ.) «ὀλὰς βάλλειν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη θεωρείται η σύνδεση της λ. με το ὀλαί / οὐλαί.

Frisk Etymological English

ὀλαιμ- See also: s. λαίγματα, οὐλαι.