ὀλβιόω

Greek (Liddell-Scott)

ὀλβιόω: καθιστῶ ὄλβιον, ἢ θεωρῶ ὄλβιον, ὀλβίζω, Μ. Φιλῆς τ. Α΄, σ. 149. 192. 262. 282, τ. Β΄, σ. 113, ἔκδ. Mil.

Greek Monolingual

ὀλβιῶ, ὀλβιόω (Μ) όλβιος
καθιστώ ή θεωρώ κάποιον όλβιο.