ὀλιγαχοῦ

English (LSJ)

Adv. in a few places, πάνυ που ὀ. Pl.Chrm.160c, cf. Arist.Rh.1404b29.

German (Pape)

[Seite 320] an wenigen Orten; Plat. Charm. 160 c; Arist. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

adv.
en peu d'endroits.
Étymologie: ὀλίγος, -αχοῦ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγαχοῦ: adv. в немногих местах Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγᾰχοῦ: Ἐπίρρ., ἐν ὀλίγοις τόποις, πάνυ που ὀλ. Πλάτ. Χαρμ. 160C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 2· ὀλιγάκις.

Greek Monolingual

ὀλιγαχοῦ (Α)
επίρρ. σε λίγους τόπους, σε λίγα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. ὀλίγος, με ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. αλλαχού, μοναχού) + επιρρμ. κατάλ. -οῦ].

Greek Monotonic

ὀλῐγᾰχοῦ: επίρρ. (ὀλίγος), σε λίγα μέρη, σε λίγους τόπους, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὀλίγος
in few places, Plat.

English (Woodhouse)

in few places