ὀλιγομυθία

English (LSJ)

ἡ, speaking little, Democr.274.

German (Pape)

[Seite 320] ἡ, das Wenigreden, Democrit. bei Stob. Floril. 74, 38.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγομῡθία:немногословность Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγομῡθία: ἡ, τὸ λαλεῖν ὀλίγα, Δημόκρ. παρὰ Στοβ. 441. 30.

Greek Monolingual

ὀλιγομυθία, ἡ (Α) ολιγόμυθος
η ολιγολογία.