ὀλιγόρριζος

English (LSJ)

ὀλιγόρριζον, with few roots, Id.HP1.6.3, Gp.4.1.12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλιγόρριζος: -ον, ὁ ὀλίγας ῥίζας ἔχων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 3, Γεωπ. 4. 1. 12.

Greek Monolingual

ὀλιγόρριζος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει λίγες ρίζες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό)- (βλ. λ. λιγο-) + -ρριζος (< ρίζα)].

German (Pape)

mit wenig Wurzeln, Theophr.