ὀλιγόω

English (LSJ)

lessen, diminish, ἐν ἀπειλῇ -ώσεις γῆν LXX Hb.3.12; ἔτη ἀσεβῶν -ωθήσεται ib.Pr.10.27; ὠλιγώθη ἡ ψυχὴ αὐτοῦ his soul was grieved, ib.Jd.10.16,al.

German (Pape)

[Seite 322] wenig, klein machen, Orac. Sib., Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγόω: ἐλαττώνω, «ὀλιγοστεύω», πρβλ. ὀλιγοποιέω. Εὐστ. 143. 22, Ἐτυμολ. Μέγ.· - ἐν τῷ Παθητ., Ἑβδ. (Κριτ. Ι΄, 16). ΙΙ. = λιποψυχέω, ὅλως ὀλιγωθεὶς τὴν ψυχήν, ὀλιγοθυμήσας, ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιοδώρου Αἰθ. τ. 2, σ. 171, Εὐμάθ. 341.