ὀλοίιος

Greek (Liddell-Scott)

ὀλοίιος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἑπομ., ὡς τὸ ὁμοίιος, ἀντὶ τοῦ ὅμοιος, Γρηγ. Ναζ. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 168.