ὀλοοίτροπα

English (LSJ)

παρὰ Ῥοδίοις ἑπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν, Hsch. ὀλοοίτροχος, v. ὀλοίτροχος.

Greek Monolingual

ὀλοοίτροπα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παρὰ Ῥοδίοις ὀπτὰ πλάσματα εἰς θυσίαν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοοίτροχος].