ὀλυμπιονίκη

English (LSJ)

ἡ, victory at Olympia, B. 4.17, Antipho Soph. 49 (both pl.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλυμπιονίκη: Δωρ. ὀλυμπιονίκα, ἡ, νίκη ἐν τοῖς Ὀλυμπιακοῖς ἀγῶσι, δύο τ’ ὀλυμπιονίκας ἀείδειν Βακχυλ. IV, 17. ― Ἡ ὀνομαστ. ὀλυμπιονίκη εὕρηται παρ’ Ἀντιφῶντι ἐν Ἀποσπάσμ. 131 (130 Saupp).