Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὁ, miller who grinds ὄλυρα (spelt), OGI729.4 (iii B. C.).
ὀλυροκόπος, ὁ (Α)ιδιοκτήτης μύλου καρπών που μοιάζουν με κριθάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλυρα + -κόπος].