ὀμμάτειος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, received through the eyes, πόθος S.Fr.801.

German (Pape)

[Seite 332] von, in den Augen, πόθος, Hesych., aus Soph., wie es scheint.

Russian (Dvoretsky)

ὀμμάτειος: (ᾰ) зарождающийся от взоров (πόθος Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀμμάτειος: [ᾰ], -ον, ὁ ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς φαινόμενος, δι’ αὐτῶν ἀποκαλυπτόμενος, πόθος Σοφ. Ἀποσπ. 169 - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀμμάτειος πόθος· διὰ τὸ ἐκ τοῦ ὁρᾶν ἁλίσκεσθαι ἔρωτι».

Greek Monolingual

ὀμμάτειος, -ον (Α) όμμα
αυτός που εκδηλώνεται με τα μάτια («ὀμμάτειος πόθος», Σοφ.).