ὀνίδιον
English (LSJ)
[νῐ], τό, Dim. of ὄνος,
A little ass, Ar.V.1306.
II v. ὀνίς.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
ὀνίδιον: (ῐδ) τό осленок или ослик Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνίδιον: [νῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ ὄνος, «γαϊδουράκι», Ἀριστοφ. Σφ. 1306· πρβλ. ὀνίς.
Greek Monotonic
ὀνίδιον: [νῐ], τό, υποκορ. του ὄνος, μικρός σε ηλικία γάιδαρος, γαϊδουράκι, σε Αριστοφ.