ὀνείδισις
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ὀνειδισμός, Hsch. s.v. ἔλεγξις.
German (Pape)
[Seite 345] ἡ, = ὀνειδισμος, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνείδῐσις: ἡ, ὀνειδισμός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἔλεγξις.
-εως, ἡ, = ὀνειδισμός, Hsch. s.v. ἔλεγξις.
[Seite 345] ἡ, = ὀνειδισμος, Sp.
ὀνείδῐσις: ἡ, ὀνειδισμός, Ἡσύχ. ἐν λ. ἔλεγξις.