ὀνελάτης

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, = ὀνηλάτης, Stud.Pal.10.251r.6 (vi A. D.), etc.

Greek Monolingual

ὀνελάτης, ὁ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. ονηλάτης.