ὀνημάξιον

English (LSJ)

τό, (ἅμαξα) donkey-cart, SIG1106.4 (pl., Cos, iv/iii B. C.).

Greek Monolingual

ὀνημάξιον, τὸ (Α)
δίτροχη μικρή άμαξα που σύρεται από όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄμαξα. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].