ὀνικός

English (LSJ)

ὀνική, ὀνικόν, of or for an ass: μύλος ὀ., v. μύλος; ὀ. κτήνη, i.e. asses, PGen.23.4 (i A. D.), BGU912.24 (i A. D.); γόμος ὀ. OGI 629.30 (Palmyra, ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 347] zum Esel gehörig, N.T. u. a. Sp., eselhaft.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'âne ; ὀνικὸς μύλος, meule à âne, pierre meulière.
Étymologie: ὄνος.

Russian (Dvoretsky)

ὀνικός: ослиный: μύλος ὀ. NT мельничный камень, жернов (ср. ὄνος 5).

Greek (Liddell-Scott)

ὀνῐκός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄνον, ὀνικὸς μύλος, ἴδε ἐν λέξ. ὄνος VII. 2.

English (Strong)

from ὄνος; belonging to a ass, i.e. large (so as to be turned by a ass): millstone.

English (Thayer)

ὀνικη, ὀνικον (ὄνος), of or for an ass: μύλος ὀνικός i. e. turned by an ass (see μύλος, 1), L T Tr WH; Matthew 18:6. Not found elsewhere.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὀνικός, -ή, -όν)όνος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο
2. φρ. «ονικά κτήνη» — οι όνοι
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀνικά
οι όνοι.

Greek Monotonic

ὀνῐκός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε, προέρχεται από ή προρίζεται για έναν γάιδαρο· ὀνικὸς μύλος, βλ. ὄνος II. 2.

Middle Liddell

ὀνῐκός, ή, όν
of or for an ass: ὀνικὸς μύλος, v. ὄνος III. 2.

Chinese

原文音譯:ÑnikÒj 哦你可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:驢(的)
字義溯源:(由驢牽轉的)磨石,大(磨石);源自(ὄνος)*=驢)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編
1) 大(1) 太18:6