ὀνόπορδον

English (LSJ)

τό, pellitory, Parietaria cretica, Epich.161, Plin.HN 27.110, Hsch.

German (Pape)

[Seite 350] τό, Esclssurz, eine Distelart, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόπορδον: τό, εἶδος ἀκάνθου, ἣν ὅταν φάγωσιν οἱ ὄνοι πέρδονται κατὰ Πλίνιον 27. 87. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὀνόπορδον· τὴν ἑλξίνην. ἔστι δὲ λάχανον ἄγριον. καὶ εἶδος κογχυλίου».