ὀνόφυλλον

English (LSJ)

τό, Glossaria on ὄνου πετάλειον ὀριγάνου, Sch.Nic.Th.628.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνόφυλλον: τό, εἶδος ἀγχούσης, Σχόλ. εἰς Νικ. Θηρ. 628.

German (Pape)

τό, Schol. Nic. Ther. 629, Eselsblatt, eine Pflanze.