ὀξοπώλης

English (LSJ)

ὀξοπώλου, ὁ, vinegar-merchant, Poll.7.198, Lib.Or.29.30.

German (Pape)

[Seite 351] ὁ, Essighändler, Poll. 7, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὄξος, «ξιδᾶς» ἢ «ξιδέμπορος», Πολυδ. Ζʹ, 198.

Greek Monolingual

ὀξοπώλης, ὁ (Α)
ξιδέμπορος, ξιδάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄξος «ξίδι» + -πώλης (< πωλῶ)].