v. ὀξυηκοΐα.
[Seite 353] ἡ, f. L. für ὀξυηκοΐα, Plut. de aud. poet. 11 p. 119; Hippodam. Stob. fl. 103, 26 g. E.
ὀξυκοΐα: ὀξύκοος, ἴδε ἐν λ. ὀξυηκ-.
ὀξυκοΐα, ἡ (Α)(εσφ. γρφ.) βλ. οξυηκοΐα.