ὀξυκόμμι

English (LSJ)

τό, a kind of gum, in the form ὀξωκόμῃ (dat. sg. fem.), PMag.Osl.1.74.

Spanish

goma ácida

Greek Monolingual

ὀξυκόμμι, τὸ (Α)
είδος κόμμεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κόμμι.

Léxico de magia

τό graf. ὀξοκόμι sent. dud. goma ácida χρίσας τὸ πιττάκιον ὀξοκόμι βεβρεγμένῃ κόλλα εἰς τὸν ξηρὸν θόλον τοῦ βαλανίου unge la tablilla con goma ácida y fíjala en la habitación seca de vapor de un baño P XXXVI 74