ὀξύκεδρος

English (LSJ)

ἡ, prickly cedar, Juniperus Oxycedrus, Thphr. HP 3.12.3.

German (Pape)

[Seite 352] ἡ, der spitzblättrige, rothe Wachholder, Theophr.

Greek Monolingual

η (Α ὀξύκεδρος)
το φυτό άρκευθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κέδρος.