ὀξύκοος

English (LSJ)

v. ὀξυήκοος.

German (Pape)

[Seite 353] f. L. für ὀξυήκοος, Arist. H. A. 4, 9.

Greek Monolingual

ὀξύκοος, -ον (Α)
(εσφ. γρφ.) βλ. οξυήκοος.