ὀρίνδα

Greek (Liddell-Scott)

ὀρίνδα: «ἣν οἱ πολλοὶ ὄρυζαν καλοῦσιν» Α. Β. 54, 1, ἴδε τὸ ἑπόμ. ἐν τέλει.