ὀρανός

English (LSJ)

v. οὐρανός.

German (Pape)

[Seite 367] ὁ, = οὐρανός, Alcae. bei Ath. X, 430 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρανός: ἴδε ἐν λ. οὐρανός.

Greek Monotonic

ὀρανός: Αιολ. αντί οὐρανός.