ὀργιάω
English (LSJ)
poet. for ὀργιάζω, Man.4.229, for ὀργάω, Id.1.260, in the Ep. form ὀργιόωντες.
2 to be fierce, of lions, LXX Is.5.29 (ὁρμῶσιν cod. A).
German (Pape)
[Seite 370] = ὀργιάζω, Hesych.; ὀργιόωντες Man. 4, 229, was aber 1, 260 = ὀργιζόμενοι.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργιάω: ποιητ. ἀντὶ ὀργιάζω, Μανέθων, 4. 229, ἀντὶ ὀργάω, αὐτόθι 1. 260, - ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ ὀργιόωντες.