ὀργιστικός
German (Pape)
[Seite 370] anreizend, oder reizbar, zum Zorn geneigt, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργιστικός: -ή, -όν, ὁ εἰς ὀργὴν ἐπιρρεπής, ἢ ὁ εἰς ὀργὴν κινῶν, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μεγ. Ἐτυμολ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀργιστικός, -ή, -όν) οργιστός
1. αυτός που οργίζεται εύκολα, οργίλος
2. αυτός που εξοργίζει κάποιον, εξοργιστικός.
επίρρ...
ὀργιστικῶς (Α)
με τρόπο που εξοργίζει κάποιον.