ὀρεικός

English (LSJ)

ὀρεική, ὀρεικόν, v. ὀρικός.

German (Pape)

[Seite 371] von Maulthieren, ὀρεύς, dazu gehörig, ζεῦγος, ein Maulthiergespann; Sp., für ὀρικός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεικός: -ή, -όν, ἴδε ὀρικός,

Greek Monolingual

ὀρεικός, -ή, -όν (Α)
βλ. ορικός.