ὀρεική, ὀρεικόν, v. ὀρικός.
[Seite 371] von Maulthieren, ὀρεύς, dazu gehörig, ζεῦγος, ein Maulthiergespann; Sp., für ὀρικός.
ὀρεικός: -ή, -όν, ἴδε ὀρικός,
ὀρεικός, -ή, -όν (Α)βλ. ορικός.