ὀρεοσέλινον

English (LSJ)

τό, mountain parsley, Athamanta macedonica, Bubon macedonicum, Thphr. HP 7.6.3, Dsc.3.65, Gal.12.119, Plin. HN20.117.

German (Pape)

[Seite 372] τό, Bergeppich, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεοσέλῑνον: τό, ὀρεινὸν σέλινον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 3, Διοσκ. 3. 76.

Greek Monolingual

ὀρεοσέλινον, τὸ (Α)
ορεινό σέλινο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο- (βλ. λ. όρος [II]) + σέλινον.