ὀρεσίφοιτος

English (LSJ)

ὀρεσίφοιτον, = ὀρείφοιτος, Corn.ND34.

German (Pape)

[Seite 372] = ὀρείφοιτος, Phurnut. de nat. deor. c. 34.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρεσίφοιτος: -ον, = ὀρείφοιτος, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 34.

Greek Monolingual

ὀρεσίφοιτος και οὐρεσίφοιτος, -ον (Α)
βλ. ὀρείφοιτος·