ὀρθοεπής

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοεπής: -ές, ὁ ὀρθοεπῶν, ὁ μετὰ ὀρθοεπείας, Χειρόγρ. Ἐσκουριάλου, fol. 425 vo.